Ловот στα ελληνικά
Μετάφραση: ловот, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυνηγώ, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лицитацијата στα ελληνικά - πλειστηριασμός, δημοπρασία, δημοπρασίας, πλειστηριασμού, πλειστηριασμό, δημοπρασιών
- лишаи στα ελληνικά - λειχήνες, στέρηση, στέρησης, στερητική, στερήσεις, η στέρηση
- лозјето στα ελληνικά - αμπέλι, αμπελώνας, αμπελώνα, αμπελουργικού, αμπελώνων
- локомотива στα ελληνικά - μηχανή, ατμομηχανή σιδηροδρόμου, κινητήριος, Locomotive, Ατμομηχανή, μηχανή έλξης
Τυχαίες λέξεις
Ловот στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυνηγώ, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Μεταφράσεις: κυνηγώ, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού