Окото στα ελληνικά

Μετάφραση: окото, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Окото στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • огледалото στα ελληνικά - αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, καθρέπτης, Mirror, καθρέφτη, Καθρέφτης, Καθρέπτες
  • океан στα ελληνικά - ωκεανός, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού, των ωκεανών
  • оксид στα ελληνικά - οξείδιο, οξειδίου, οξείδιο του, οξειδίου του, το οξείδιο
  • октоподот στα ελληνικά - χταπόδι, χταπόδια, χταποδιού, το χταπόδι, χταποδιών
Τυχαίες λέξεις
Окото στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού