Úplné στα ελληνικά
Μετάφραση: úplné, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντελώς, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- úplatok στα ελληνικά - λουφές, διαφθορά, μαύλισμα, εκμαυλισμός, ξεμαύλισμα, δωροδοκία, δωροδοκίας, ...
- úplavice στα ελληνικά - δυσεντερία, δυσεντερίας, δυσεντερίας των, η δυσεντερία, της δυσεντερίας
- úplný στα ελληνικά - απόλυτος, ολόκληρος, σύνολο, ολικός, εκστομίζω, άρτιος, ξεστομίζω, ...
- úprava στα ελληνικά - προσαρμογή, ρύθμιση, διασκευή, θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας, ...
Τυχαίες λέξεις
Úplné στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντελώς, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
Μεταφράσεις: εντελώς, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί