Bod στα ελληνικά

Μετάφραση: bod, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισημαίνω, αιχμή, στίγμα, δείχνω, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Bod στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boby στα ελληνικά - έλκηθρο, bobsleigh, για έλκηθρο, με έλκηθρο, έλκηθρου
  • bochník στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
  • bodavý στα ελληνικά - μαχαίρωμα, μαχαιρώματος, διαξιφιστικός, σουβλιά, σουβλερός
  • bodec στα ελληνικά - κεντρί, σπιρούνι, κεντρίζω, σπιρουνίζω, παρακινώ, καθοδηγώ, τσιμπώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Bod στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισημαίνω, αιχμή, στίγμα, δείχνω, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο