Vlastní στα ελληνικά
Μετάφραση: vlastní, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- vlastenecky στα ελληνικά - πατριωτικώς, πατριωτικά, εθνικιστικά
- vlastenecký στα ελληνικά - εθνικός, πατριωτικός, πατριωτικό, πατριωτική, πατριωτικά, πατριωτικές
- vlastní στα ελληνικά - κατέχω, της], ιθαγενής, τα δικά, δική, δικά, το δικό, ...
- vlastník στα ελληνικά - κάτοχος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
Τυχαίες λέξεις
Vlastní στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική