Κατέχω στα σλοβακικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlastní, vlastný, vlastni, držať
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, κατέχω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα σλοβακικά - plný, úplný
- κατάχρηση στα σλοβακικά - defraudácia, nadávky, zneužití, zneužívanie, zneužívania, zneužívaní, zneužívaniu, ...
- κατήγορος στα σλοβακικά - prokurátor, prokurátora
- κατήφεια στα σλοβακικά - smutný, melancholický, melanchólia, melanchólie, melancholie
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: vlastní, vlastný, vlastni, držať
Μεταφράσεις: vlastní, vlastný, vlastni, držať