Nujno στα ελληνικά

Μετάφραση: nujno, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμεσος, επείγων, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
Nujno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nudit στα ελληνικά - πλήττω, AM, ΑΜ, πμ, μμ, π.μ.
  • nujen στα ελληνικά - άμεσος, επείγων, αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
  • nula στα ελληνικά - μηδέν, zero
  • numizmatik στα ελληνικά - νομισματοσυλλέκτης, νομισματολίγος, νομισματολόγο, νομισματολόγος, νομισματολόγου
Τυχαίες λέξεις
Nujno στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμεσος, επείγων, κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως