Anstalt στα ελληνικά
Μετάφραση: anstalt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, θεσμός, ίδρυμα, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση, ίδρυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anspråksfull στα ελληνικά - ξιπασμένος, εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, εξελιγμένες, εκλεπτυσμένο
- anspänning στα ελληνικά - ένταση, τάση, έντασης, τάσης, την ένταση
- anstränga στα ελληνικά - τεντώνω, διηθώ, ζόρι, στραμπουλίζω, προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, ...
- ansträngning στα ελληνικά - τεντώνω, στραμπουλίζω, προσπάθεια, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Anstalt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, θεσμός, ίδρυμα, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση, ίδρυση
Μεταφράσεις: διακανονισμός, διευθέτηση, ετοιμασία, τακτοποίηση, θεσμός, ίδρυμα, εγκατάσταση, εγκαθίδρυση, καθιέρωση, ίδρυση