Avtagande στα ελληνικά

Μετάφραση: avtagande, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοπή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, μείωση, φθίνουσα, μειώνοντας, μειώνεται, τη μείωση
Avtagande στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avsändare στα ελληνικά - αποστολέας, αποστολέα, τον αποστολέα, του αποστολέα, πομπός
  • avsätta στα ελληνικά - μετακομίζω, κατάθεση, καταθέτοντας, κατάθεσης, εναπόθεση, την κατάθεση
  • avtagsväg στα ελληνικά - στροφή, turn-
  • avtal στα ελληνικά - συστέλλομαι, ετοιμασία, συνθήκη, συνέδριο, συνέλευση, προσβάλλομαι, διευθέτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Avtagande στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοπή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, μείωση, φθίνουσα, μειώνοντας, μειώνεται, τη μείωση