Αναστολή στα σουηδικά
Μετάφραση: αναστολή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστολή
αναστολή προθεσμιών λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών 2014, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών, αναστολή αδειών λόγω εκλογών, αναστολή δικαστηρίων λόγω εκλογών 2014, αναστολή λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναστολή στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αναστεναγμός στα σουηδικά - suck, sigh, sucka, suckar
- αναστηλώνω στα σουηδικά - öka, återställa, restaurera, lyfta, bygga, uppföra, höja, ...
- αναστροφή στα σουηδικά - inversion, invertering, inversions, omkastning
- ανασυγκρότηση στα σουηδικά - rekonstruktion, återuppbyggnad, återuppbyggnaden, återuppbyggnads, uppbyggnaden
Τυχαίες λέξεις
Αναστολή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov
Μεταφράσεις: rabatt, avtagande, suspension, suspensionen, fjädring, uppskov