Dom στα ελληνικά

Μετάφραση: dom, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετυμηγορία, καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, κυρίαρχος, κρίση, δικαστική απόφαση, Απόφαση, απόφασης, ΑΠΟΦΑΣΗ
Dom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dolk στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, Dagger, εγχειρίδιο, με σταυρό
  • dollar στα ελληνικά - δολάριο, δολάρια, δολαρίων, δολλάρια, δολάρια για
  • domare στα ελληνικά - δικάζω, δικαιοσύνη, κριτής, δικαστής, δικαστή, εισηγητή δικαστή, Κριτή
  • dominera στα ελληνικά - κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Τυχαίες λέξεις
Dom στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετυμηγορία, καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, κυρίαρχος, κρίση, δικαστική απόφαση, Απόφαση, απόφασης, ΑΠΟΦΑΣΗ