Elastisk στα ελληνικά
Μετάφραση: elastisk, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Μεταφράσεις
- elak στα ελληνικά - κακεντρεχής, σατανικός, άρρωστος, απαίσιος, παραδόπιστος, τσιγκούνης, κακόβουλος, ...
- elasticitet στα ελληνικά - ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
- eld στα ελληνικά - πυρκαγιά, απολύω, πυροβολώ, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
- eldig στα ελληνικά - φλογερός, πύρινος, φλογερό, φλογερή, πύρινη
Τυχαίες λέξεις
Elastisk στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών