Ευλύγιστος στα σουηδικά

Μετάφραση: ευλύγιστος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smidig, elastisk, limber, böjlig, smidiga, vig
Ευλύγιστος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευλύγιστος

ευλύγιστος συνώνυμα, ευλύγιστος συνωνυμο, ευλύγιστος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευλύγιστος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ευλογώ στα σουηδικά - prise, välsigna, välsignar, välsigne, att välsigna
  • ευλυγισία στα σουηδικά - smidighet, följsamhet, mjukhet, fasthet, spänst
  • ευμενής στα σουηδικά - gynnsam, gynnsamma, gynnsamt, är gynnsam, är gynnsamt
  • ευμετάβλητος στα σουηδικά - ombytlig, föränderlig, variabel, muterbar, muterbart, föränderligt, föränderliga
Τυχαίες λέξεις
Ευλύγιστος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: smidig, elastisk, limber, böjlig, smidiga, vig