Εύκαμπτος στα σουηδικά
Μετάφραση: εύκαμπτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elastisk, smidig, flexibel, flexibla, flexibelt, böjlig, böjliga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύκαμπτος
εύκαμπτος ανοξείδωτος σωλήνας, εύκαμπτος καθρέφτης, εύκαμπτος αεραγωγός, εύκαμπτος αγωγός διπλού τοιχώματος, εύκαμπτος άξονας, εύκαμπτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, εύκαμπτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εύθρυπτος στα σουηδικά - spröd, spröda, sprött, friable, smulas sönder
- εύθυμος στα σουηδικά - munter, ljus, glad, glättig, glatt, God, Merry
- εύκολα στα σουηδικά - lätt, enkelt, lätt att, lättare
- εύκολος στα σουηδικά - enkel, obesvärad, ledig, lätt, mak, enkelt, lätta
Τυχαίες λέξεις
Εύκαμπτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: elastisk, smidig, flexibel, flexibla, flexibelt, böjlig, böjliga
Μεταφράσεις: elastisk, smidig, flexibel, flexibla, flexibelt, böjlig, böjliga