Göra στα ελληνικά

Μετάφραση: göra, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, προσφέρω, καθιστώ, φτιάχνω, πράξη, προξενώ, προκαλώ, εκτελώ, κατασκευάζω, αιτία, εξαναγκάζω, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Göra στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gök στα ελληνικά - κούκος, κούκου, κούκων, Cuckoo, ειδών σελάχι
  • gömma στα ελληνικά - κρύβομαι, κρύβω, κρύψει, απόκρυψη, αποκρύψετε, κρύβουν
  • gördel στα ελληνικά - ζώνη, ιμάντας, ιμάντα, ζώνης, ζωνών
  • ha στα ελληνικά - έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Τυχαίες λέξεις
Göra στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, προσφέρω, καθιστώ, φτιάχνω, πράξη, προξενώ, προκαλώ, εκτελώ, κατασκευάζω, αιτία, εξαναγκάζω, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν