Καθιστώ στα σουηδικά
Μετάφραση: καθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
göra, render, gör, framför, återge
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθιστώ
καθιστώ αόριστοσ, καθιστώ κατέστησα, καθιστώ χωλόν, καθιστώ αγγλικά, καθιστώ ικανό, καθιστώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθιστώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καθιερώνω στα σουηδικά - upprätta, etablera, bilda, kanonisera, helgonförklara
- καθιστικός στα σουηδικά - stillasittande, sedentary, bofasta, stilla, inaktiva
- καθοδήγηση στα σουηδικά - råd, ledning, vägledning, riktlinjer, handledning, vägledningen
- καθοδηγώ στα σουηδικά - rakt, rådgivare, guide, förvalta, hänvisa, leda, direkt, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθιστώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: göra, render, gör, framför, återge
Μεταφράσεις: göra, render, gör, framför, återge