Εκτελώ στα σουηδικά
Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
göra, utföra, utför, genomföra, fullgöra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτελώ
ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, εκτελώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εκτείνομαι στα σουηδικά - spänna, outspread, utbredd, utbredda, utspridd
- εκτείνω στα σουηδικά - outspread, utbredd, utbredda, utspridd
- εκτεταμένα στα σουηδικά - utför, omfattande, stor utsträckning, i stor utsträckning, utsträckning
- εκτεταμένος στα σουηδικά - vidlyftig, ymnig, väldig, vidsträckt, omfattande, stor, lång, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: göra, utföra, utför, genomföra, fullgöra
Μεταφράσεις: göra, utföra, utför, genomföra, fullgöra