Gräns στα ελληνικά
Μετάφραση: gräns, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνορο, όριο, οριακός, μεθόριος, δεμένος, περιορίζω, ρέλι, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grämelse στα ελληνικά - έννοια, ανησυχώ, ταπείνωση, νέκρωση, απονέκρωση, τη θανάτωση, εξαγνισμού
- gränd στα ελληνικά - σοκάκι, λωρίδα, πάροδος, δρομάκι, αίθουσα, αλέα, alley
- gräs στα ελληνικά - καταδότης, χόρτο, πόα, γρασίδι, χλόη, χορτάρι, χόρτου
- gräslig στα ελληνικά - φοβερός, άρρωστος, απαίσιος, φρικτός, βδελυρός, τρομερός, εναγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Gräns στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνορο, όριο, οριακός, μεθόριος, δεμένος, περιορίζω, ρέλι, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Μεταφράσεις: σύνορο, όριο, οριακός, μεθόριος, δεμένος, περιορίζω, ρέλι, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας