Όριο στα σουηδικά

Μετάφραση: όριο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräns, gränsen, begränsning
Όριο στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όριο

όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, όριο απουσιών, όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, όριο απευθείας ανάθεσης έργου, όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, όριο λεξικό γλώσσας σουηδικά, όριο στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • όρεξη στα σουηδικά - aptit, matlust, aptiten
  • όρθιος στα σουηδικά - rak, lodrät, renhårig, ställning, upprätt, upprättstående, stående, ...
  • όρκος στα σουηδικά - ed, svordom, eden, under ed
  • όρος στα σουηδικά - fjäll, berg, termin, term, uttrycket, termen, sikt, ...
Τυχαίες λέξεις
Όριο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: gräns, gränsen, begränsning