Höjd στα ελληνικά

Μετάφραση: höjd, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψόμετρο, κορυφή, ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Höjd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • högtidlig στα ελληνικά - τελετουργικός, σοβαρός, σεμνοπρεπής, επίσημος, επίσημη, υπεύθυνη, πανηγυρική
  • höja στα ελληνικά - ανυψώνω, σηκώνω, ασανσέρ, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, αύξηση, ...
  • höjdnivå στα ελληνικά - ύψος, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
  • höjdpunkt στα ελληνικά - ακμή, κορυφώνω, κορυφή, αποκορύφωμα, ύψος, Επισημάνετε, highlight, ...
Τυχαίες λέξεις
Höjd στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψόμετρο, κορυφή, ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους