Inskränka στα ελληνικά

Μετάφραση: inskränka, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαττώνω, περιορίζω, περιστέλλω, κοπή, αναχαιτίζω, κόβω, κόψιμο, μειώνω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Inskränka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • insats στα ελληνικά - συμβολή, συνεισφορά, διενέργεια, επίτευξη, εισάγετε, τοποθετήστε, εισαγάγετε, ...
  • insekt στα ελληνικά - έντομο, εντόμων, εντόμου, έντομα, των εντόμων
  • inskränkning στα ελληνικά - περιστολή, φραγμός, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
  • inspektera στα ελληνικά - επιθεωρώ, εποπτεύω, επιθεωρούν, επιθεωρεί, επιθεωρήσει, να επιθεωρεί, επιθεωρήστε
Τυχαίες λέξεις
Inskränka στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαττώνω, περιορίζω, περιστέλλω, κοπή, αναχαιτίζω, κόβω, κόψιμο, μειώνω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας