Kapital στα ελληνικά

Μετάφραση: kapital, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγετικός, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Kapital στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaos στα ελληνικά - χάος, το χάος, χάους, του χάους, χάος που
  • kapabel στα ελληνικά - ικανός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
  • kapitulera στα ελληνικά - παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή
  • kappa στα ελληνικά - καζάκα, μανδύας, παλτό, κάπα, κάππα, κ, καππα
Τυχαίες λέξεις
Kapital στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγετικός, πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια