Läglig στα ελληνικά
Μετάφραση: läglig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- laga στα ελληνικά - φτιάχνω, επισκευάζω, επισκευή, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, ...
- lager στα ελληνικά - αποθήκη, απόθεμα, αποθηκεύω, βάζω, μαγαζί, ταμείο, αποθήκευση, ...
- laglös στα ελληνικά - άνομος, άνομη, άνομες, άναρχος, άνομο
- lagning στα ελληνικά - της επιδιόρθωσης, επιδιόρθωση σχισμών, των εργασιών επιδιόρθωσης, εργασιών επιδιόρθωσης, μανταρίσματος
Τυχαίες λέξεις
Läglig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
Μεταφράσεις: νόμιμος, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες