Νόμιμος στα σουηδικά
Μετάφραση: νόμιμος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laglig, rättmätig, legitim, juridisk, lagliga, juridiska, rättsliga
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νόμιμος
νόμιμος λόγος ευθύνης, νόμιμος εκπρόσωπος σωματείου, νόμιμος εκπρόσωπος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2014, νόμιμος πληθυσμός 2011, νόμιμος λεξικό γλώσσας σουηδικά, νόμιμος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- νόμιζα στα σουηδικά - idé, tanke, tänkte, trodde, tyckte, trodde att, tänkt
- νόμιμα στα σουηδικά - lagligt, juridiskt, lagligen, rättsligt, lag
- νόμισμα στα σουηδικά - valuta, valutan
- νόμος στα σουηδικά - lag, juridik, rätten, lagstiftning, lagen, lagstiftningen
Τυχαίες λέξεις
Νόμιμος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: laglig, rättmätig, legitim, juridisk, lagliga, juridiska, rättsliga
Μεταφράσεις: laglig, rättmätig, legitim, juridisk, lagliga, juridiska, rättsliga