Röta στα ελληνικά
Μετάφραση: röta, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακμάζω, σαπίζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις
- röstnedläggelse στα ελληνικά - εγκράτεια, αποχή, αποχής, την αποχή, αποχές
- röstning στα ελληνικά - ψηφοφορία, ψήφισμα, ψηφίζω, ψήφος, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
- röva στα ελληνικά - ληστεύω, ξεγυμνώνω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
- rövare στα ελληνικά - ληστής, ληστές, ληστών, ληστείας, κλέφτες, τους ληστές
Τυχαίες λέξεις
Röta στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακμάζω, σαπίζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Μεταφράσεις: παρακμάζω, σαπίζω, παρακμή, φθορά, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν