Säsong στα ελληνικά
Μετάφραση: säsong, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις
- särdeles στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, κυρίως
- särskilt στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
- säte στα ελληνικά - κάθισμα, κατοικία, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
- sätt στα ελληνικά - στύλος, ύφος, τρόπος, μέσον, μέσο, τρόπο, τον τρόπο, ...
Τυχαίες λέξεις
Säsong στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου