Stillhet στα ελληνικά

Μετάφραση: stillhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήσυχος, ησυχασμός, σιωπή, σωπαίνω, νηνεμία, αταραξία, σιγή, ήρεμος, ησυχία, ηρεμία, ακινησία, γαλήνη, ακινησίας
Stillhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stilig στα ελληνικά - κομψός, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
  • stilla στα ελληνικά - ήρεμος, ικανοποιώ, ήσυχος, σιωπηλός, ακίνητος, ατάραχος, νηνεμία, ...
  • stillsam στα ελληνικά - ησυχασμός, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμο, ήσυχη, ήσυχο
  • stim στα ελληνικά - σχολείο, STIM, η STIM, της STIM, ΔΙΕΓ
Τυχαίες λέξεις
Stillhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήσυχος, ησυχασμός, σιωπή, σωπαίνω, νηνεμία, αταραξία, σιγή, ήρεμος, ησυχία, ηρεμία, ακινησία, γαλήνη, ακινησίας