Underhållande στα ελληνικά

Μετάφραση: underhållande, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωμικός, αστείος, διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, ψυχαγωγικό, διασκεδαστικές
Underhållande στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • underhandla στα ελληνικά - διαπραγματεύομαι, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, διαπραγματεύεται
  • underhålla στα ελληνικά - διατηρώ, συντήρηση, υποστηρίζω, κρατώ, φιλοξενώ, διατείνομαι, κατακρατώ, ...
  • underhållning στα ελληνικά - ψυχαγωγία, διασκέδαση, Entertainment, ψυχαγωγίας, την ψυχαγωγία
  • underjordisk στα ελληνικά - υπόγειος, υπόγεια, υπόγειο, υπόγειων, υπόγειες
Τυχαίες λέξεις
Underhållande στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωμικός, αστείος, διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, ψυχαγωγικό, διασκεδαστικές