Vässa στα ελληνικά
Μετάφραση: vässa, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- väsentlig στα ελληνικά - ζωτικός, ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
- väska στα ελληνικά - τσάντα, σακούλα, σάκο, σάκος, σακούλας
- väst στα ελληνικά - φανελάκι, φανέλα, γιλέκο, δύση, δυτικός, δυτικά, West, ...
- västlig στα ελληνικά - δυτικά, δυτική, δυτικοί, δυτικό, δυτικούς
Τυχαίες λέξεις
Vässa στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν