Çekingen στα ελληνικά
Μετάφραση: çekingen, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτολμος, ντροπαλός, δειλός, σεμνός, διστακτικός, μαζεμένος, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, άτολμη, δειλά, δειλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çekilmek στα ελληνικά - αποσύρομαι, αποσύρω, αποσύρει, ανακαλέσει, αποσύρουν, ανακαλούν
- çekilmez στα ελληνικά - ανυπόφορος, αδύνατον, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
- çekirdek στα ελληνικά - κουκούτσι, πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, πυρήνος
- çekirge στα ελληνικά - ακρίδα, Grasshopper, ακρίδας, ακρίδες, Γκρασχόπερ
Τυχαίες λέξεις
Çekingen στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτολμος, ντροπαλός, δειλός, σεμνός, διστακτικός, μαζεμένος, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, άτολμη, δειλά, δειλή
Μεταφράσεις: άτολμος, ντροπαλός, δειλός, σεμνός, διστακτικός, μαζεμένος, συνεσταλμένος, σεμνότυφος, άτολμη, δειλά, δειλή