Συνεσταλμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: συνεσταλμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekingen, utangaç, ürkek, korkak, ürkek bir
Συνεσταλμένος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεσταλμένος

συνεσταλμένοσ συνώνυμα, συνεσταλμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνεσταλμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συνεργασία στα τούρκικα - işbirliği, işbirliğinin, işbirliğini, bir işbirliği, iş birliği
  • συνεργός στα τούρκικα - yardakçı, abettor, suç ortağı
  • συνετά στα τούρκικα - akıllıca, bilgece, akılcı
  • συνεταιρισμός στα τούρκικα - ortaklık, ortaklığı, Partnership, işbirliği, bir ortaklık
Τυχαίες λέξεις
Συνεσταλμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çekingen, utangaç, ürkek, korkak, ürkek bir