Özel στα ελληνικά
Μετάφραση: özel, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, της], κατέχω, ιδιωτικός, ad hoc, ειδική, ειδικών, ειδικές, ειδικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- özdeksel στα ελληνικά - ύλη, του υλικού, υλικού, υλικό, υλικών, των υλικών
- özdeşlik στα ελληνικά - ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
- özellik στα ελληνικά - ρώμη, σουσούμι, αφιέρωμα, κτήμα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, ...
- özellikle στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ειδικότερα, ιδίως το, ιδιαίτερα, κυρίως
Τυχαίες λέξεις
Özel στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, της], κατέχω, ιδιωτικός, ad hoc, ειδική, ειδικών, ειδικές, ειδικής
Μεταφράσεις: προσωπικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, της], κατέχω, ιδιωτικός, ad hoc, ειδική, ειδικών, ειδικές, ειδικής