Προσωπικός στα τούρκικα
Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικός
προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσωπικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προσωπικά στα τούρκικα - şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak
- προσωπικό στα τούρκικα - personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
- προσωπικός στα τούρκικα - özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
- προσωπικότητα στα τούρκικα - kişilik, kişiliği, bir kişilik, personality
- προσωποποιώ στα τούρκικα - taklit etmek, taklit, kimliğine bürünmek, almasına, özelliklerini almasına
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
Μεταφράσεις: özel, kişisel, kişisel bir, bireysel