Ιδιωτικός στα τούρκικα
Μετάφραση: ιδιωτικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireysel, kişisel, özel, özel bir, üyeye özel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιωτικός
ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιδιωτικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ιδιοτέλεια στα τούρκικα - bencillik, selfishness, bencilliği, bencilliğin, bir bencillik
- ιδιοτελής στα τούρκικα - çıkarcı, kendi çıkarlarını, kendi çıkarını, kendi çıkarlarını düşünen, kendi çıkarlarına
- ιδιόμορφος στα τούρκικα - acayip, tuhaf, özgü, kendine özgü, özel, has
- ιδιότητα στα τούρκικα - nitelik, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Τυχαίες λέξεις
Ιδιωτικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bireysel, kişisel, özel, özel bir, üyeye özel
Μεταφράσεις: bireysel, kişisel, özel, özel bir, üyeye özel