Aydınlatmak στα ελληνικά
Μετάφραση: aydınlatmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξανθός, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aybaşı στα ελληνικά - διάστημα, ρέω, ροή, περίοδος, καταμήνιος, έμμηνο, εμμηνόρροιας, ...
- aydınlatma στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
- aydınlık στα ελληνικά - φανταστικός, ζωντανός, γλαφυρός, έξοχος, λαμπερός, φωτεινό, φωτεινά, ...
- aygır στα ελληνικά - άλογο, ολόκληρος, επιβήτορας, επιβήτορα, επιβήτωρ, επιβητόρων, επιβήτορα ίππο
Τυχαίες λέξεις
Aydınlatmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξανθός, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Μεταφράσεις: ξανθός, ανάβω, φωτερός, φωτίζω, διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση