Διαφωτίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aydınlatmak, yanar, aydınlatabilirsiniz, aydınlatılması, yanacaktır
Διαφωτίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαφωτίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα τούρκικα - kavga, değişme, mücadele, tartışma, anlaşmazlık, anlaşmazlıklar, bir anlaşmazlık, ...
  • διαφωνώ στα τούρκικα - katılmıyorum, aynı fikirde, fikirde, hemfikir
  • διαχείμαση στα τούρκικα - kışlama, bir kışlama, kışı, olan bir kışlama
  • διαχειμάζω στα τούρκικα - kış, kış uykusuna yatmak, hibernate, hazırda bekletme, hazırda bekleme, hazırda
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aydınlatmak, yanar, aydınlatabilirsiniz, aydınlatılması, yanacaktır