Φωτίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: φωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafif, nur, aydınlatmak, hafifletmek, açıklaştırmak, açmak, rengini
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φωτίζω
φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, φωτίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- φωναχτά στα τούρκικα - yüksek sesle, sesli, sesle, sesli olarak
- φωνητικός στα τούρκικα - vokal, ses, sesli, vocal, sözlü
- φωτεινότητα στα τούρκικα - parlaklık, parlaklığı, aydınlatma gücü, ışınlık, ışıldama
- φωτερό στα τούρκικα - kamer, ay, mehtap, mah, fotero
Τυχαίες λέξεις
Φωτίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hafif, nur, aydınlatmak, hafifletmek, açıklaştırmak, açmak, rengini
Μεταφράσεις: hafif, nur, aydınlatmak, hafifletmek, açıklaştırmak, açmak, rengini