Bağışıklık στα ελληνικά
Μετάφραση: bağışıklık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, ανοσία, ασυδοσία, αντοχή, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις
- bağış στα ελληνικά - συνεισφορά, δωρεά, συμβολή, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας
- bağışlamak στα ελληνικά - συνεισφέρω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
- baş στα ελληνικά - ηγούμαι, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
- başarmak στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, κάρφωσε, κατάφεραν αυτό, το κατάφεραν αυτό
Τυχαίες λέξεις
Bağışıklık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, ανοσία, ασυδοσία, αντοχή, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Μεταφράσεις: αντίσταση, ανοσία, ασυδοσία, αντοχή, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία