Ανοσία στα τούρκικα

Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
Ανοσία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανοσία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανοξείδωτος στα τούρκικα - paslanmaz
  • ανοράκ στα τούρκικα - anorak, anoraklar
  • ανοχή στα τούρκικα - tolerans, toleransı, hoşgörü, toleranslı, toleransının
  • ανούσιος στα τούρκικα - lezzetsiz, çirkin, unsavory, kötü kokulu, nahoş
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı