Boy στα ελληνικά

Μετάφραση: boy, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμός, έκταση, ύψος, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
Boy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borç στα ελληνικά - παθητικό, υποχρέωση, χρέωση, ευθύνη, δασμοί, καθήκον, δωσιδικία, ...
  • bostan στα ελληνικά - κήπος, κήπο, κήπου, στον κήπο, τον κήπο
  • boya στα ελληνικά - βάφω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
  • boyamak στα ελληνικά - βάφω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Τυχαίες λέξεις
Boy στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμός, έκταση, ύψος, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους