Ύψος στα τούρκικα
Μετάφραση: ύψος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
irtifa, doruk, tepe, yükseklik, boy, zirve, endam, yüksekliği, height, yükseklikte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύψος
ύψος λιάγκα, ύψος διάσημων, ύψος αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος εκλογικής αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος παιδιών, ύψος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ύψος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ύφος στα τούρκικα - tarz, moda, tavır, üslup, usul, şekil, tip, ...
- ύψιστος στα τούρκικα - aşırı, en yüksek, yüksek, en, en üst, üst
- ύψωση στα τούρκικα - doruk, zirve, artış, yükselmeye, artmaya, yükselecek, yükselme
- ώθηση στα τούρκικα - itme, bindirme, baskı, basınç, itki
Τυχαίες λέξεις
Ύψος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: irtifa, doruk, tepe, yükseklik, boy, zirve, endam, yüksekliği, height, yükseklikte
Μεταφράσεις: irtifa, doruk, tepe, yükseklik, boy, zirve, endam, yüksekliği, height, yükseklikte