Engellemek στα ελληνικά

Μετάφραση: engellemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακωλύω, αποτρέπω, απαγορεύω, αποκλείω, ματαιώνω, εμποδίζω, προλαβαίνω, κωλυσιεργώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Engellemek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • engebeli στα ελληνικά - τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
  • engel στα ελληνικά - παρακώλυση, φραγμός, μπάρα, παρεμβολή, εμπόδιο, στένωση, φράγμα, ...
  • engerek στα ελληνικά - οχιά, Viper, οχιάς, έχιδνας, οχιών
  • enkaz στα ελληνικά - χαλάσματα, μπάζα, συντρίμμια, υπολείμματα, τα συντρίμμια, συντριμμιών, συντρίμματα
Τυχαίες λέξεις
Engellemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακωλύω, αποτρέπω, απαγορεύω, αποκλείω, ματαιώνω, εμποδίζω, προλαβαίνω, κωλυσιεργώ, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει