Κατοχή στα τούρκικα

Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iş, meşguliyet, görev, mal, meslek, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession
Κατοχή στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοχή

κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατοχή στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κατολίσθηση στα τούρκικα - heyelan, sürgülü, kayar, kayma, kayan, sürme
  • κατορθώνω στα τούρκικα - ulaşmak, yetişmek, uzanmak, uzatmak, erişmek, yutturmak, üzerine koymak, ...
  • κατοχυρώνω στα τούρκικα - himaye, koruma, korumak, saklamak, kuvvetlendirmek, güçlendirmek, güçlendirecek, ...
  • κατράμι στα τούρκικα - gemici, denizci, zift, saha, perde, sahasının, hatve
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iş, meşguliyet, görev, mal, meslek, mülk, bulundurma, topa sahip olma, sahip olma, possession