Κατάληψη στα τούρκικα
Μετάφραση: κατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meslek, görev, meşguliyet, iş, haciz, nöbet, yakalama, el koyma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάληψη
κατάληψη στο γραφείο του μητσοτάκη, κατάληψη έπαυλης κουβέλου, κατάληψη σινιάλο, κατάληψη libertatia, κατάληψη ματσάγγου, κατάληψη λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατάληψη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατάκτηση στα τούρκικα - ayartma, fetih, fethi, fethedilmesi, conquest
- κατάληξη στα τούρκικα - etki, sonuç, sonek, soneki, eki, sonekini, son ek
- κατάλληλα στα τούρκικα - uygun, uygundur, uygun bir, müsait, uygun olan
- κατάλληλος στα τούρκικα - uygun, ilgili, münasip, yerinde, yerlikli, uygundur, uygun bir, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατάληψη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: meslek, görev, meşguliyet, iş, haciz, nöbet, yakalama, el koyma
Μεταφράσεις: meslek, görev, meşguliyet, iş, haciz, nöbet, yakalama, el koyma