Δουλεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: δουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çalışmak, iş, görev, çalışma, çalışmaları, çalışması, eser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεύω
δουλεύω από το σπίτι, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω conjugation, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω πολλές ώρες, δουλεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δουλεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δουλειά στα τούρκικα - meslek, meşguliyet, ödev, çalışma, sorun, iş, çalışmak, ...
- δουλειές στα τούρκικα - iş, meşguliyet, meslek, ticari, görev, işletmeniz, Business, ...
- δοχείο στα τούρκικα - konteyner, kap, konteynır, kabı, kapsayıcı
- δούλος στα τούρκικα - köle, slave, bağımlı, kölesi, ikincil
Τυχαίες λέξεις
Δουλεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çalışmak, iş, görev, çalışma, çalışmaları, çalışması, eser
Μεταφράσεις: çalışmak, iş, görev, çalışma, çalışmaları, çalışması, eser