Καθήκον στα τούρκικα
Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüküm, ödev, borç, iş, görev, görevi, bir görev, görevin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθήκον
καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθήκον στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθάρισμα στα τούρκικα - temizlik, temizleme, temizliği, temizleyici, imkanları
- καθέλκυση στα τούρκικα - fırlatma, başlatma, başlatılması, lansman, lansmanı
- καθίζω στα τούρκικα - orun, yer, dip, oturmak, oturup, otur, yaslanın, ...
- καθαγιάζω στα τούρκικα - kutsamak, hallow, oyuk, takdis, takdis etmek
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yüküm, ödev, borç, iş, görev, görevi, bir görev, görevin
Μεταφράσεις: yüküm, ödev, borç, iş, görev, görevi, bir görev, görevin