Ilke στα ελληνικά
Μετάφραση: ilke, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανόνας, βασιλεύω, αρχή, αποφασίζω, ιθύνω, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ilişki στα ελληνικά - επαφή, σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση
- ilk στα ελληνικά - πρωτότυπος, γνήσιος, πρώτος, η πρώτη, το πρώτο, ο πρώτος, την πρώτη, ...
- ilkel στα ελληνικά - αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, αρχέγονος, ακατέργαστος, πρωτόγονος, αγενής, ...
- ilki στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Τυχαίες λέξεις
Ilke στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανόνας, βασιλεύω, αρχή, αποφασίζω, ιθύνω, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν
Μεταφράσεις: κανόνας, βασιλεύω, αρχή, αποφασίζω, ιθύνω, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν