Kapital στα ελληνικά
Μετάφραση: kapital, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kapanmak στα ελληνικά - αποπνιχτικός, κολλητός, κοντά, κλειδαριά, πνιγηρός, διπλώνω, πτυχή, ...
- kapatmak στα ελληνικά - κλείνω, κοντά, από κοντά, κοντά την
- kaplan στα ελληνικά - τίγρης, τίγρη, Tiger, της τίγρης, τιγρών
- kaplumbağa στα ελληνικά - χελώνας, χελώνα, χελώνες, χελώνα της, της χελώνας
Τυχαίες λέξεις
Kapital στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια