Karık στα ελληνικά
Μετάφραση: karık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζάρα, πτυχή, αυλάκι, χαντάκι, ραφή, ρυτίδα, ρυτιδώνω, ζάρωμα, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- karyola στα ελληνικά - κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
- karı στα ελληνικά - γυναίκα, σύζυγος, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
- karın στα ελληνικά - στομάχι, κοιλιά, κοιλιακή χώρα, κοιλιάς, κοιλία, στην κοιλιά
- karınca στα ελληνικά - μυρμήγκι, Αντ, Εκδόσεις Αντ, Ant, μυρμηγκιών
Τυχαίες λέξεις
Karık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζάρα, πτυχή, αυλάκι, χαντάκι, ραφή, ρυτίδα, ρυτιδώνω, ζάρωμα, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow
Μεταφράσεις: ζάρα, πτυχή, αυλάκι, χαντάκι, ραφή, ρυτίδα, ρυτιδώνω, ζάρωμα, αυλάκια, αύλακα, αυλακιού, furrow