Kişisel στα ελληνικά

Μετάφραση: kişisel, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαντάρος, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Kişisel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kit στα ελληνικά - φάλαινα, κιτ, σετ, πακέτο, του κιτ
  • kitap στα ελληνικά - βιβλιάριο, όγκος, βιβλίο, καπαρώνω, ποσότητα, φωνή, βιβλίου, ...
  • kişnemek στα ελληνικά - χλιμιντρίζω, χρεμέτισμα, χαχανητό, κρυφό γέλιο, κρυφογελώ, χαχανίζω
  • klakson στα ελληνικά - σάλπιγγα, κόρνα, κέρατο, κέρας, κόρνας, κέρατος
Τυχαίες λέξεις
Kişisel στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαντάρος, ιδιωτικός, ιδιαίτερος, προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές